- πολυκάμμορος
- πολυ-κάμμορος, ον,A very miserable, AP9.151 (Antip.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυκάμμορος — ον, Α (ποιητ. τ.) πολύ δυστυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κάμμορος «κακόμοιρος»] … Dictionary of Greek
πολυκάμμορε — πολυκάμμορος very miserable masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)